Ύψιστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ύψιστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ultra, bovenmatig, ergst, hoogst, hoogste, grootste, de hoogste, beste
Ύψιστος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ύψιστος

ύψιστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ύψιστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ύφεση στα ολλανδικά - absolutie, depressie, spoor, afdruk, crisis, recessie, een recessie, ...
  • ύφος στα ολλανδικά - modus, trant, wijs, manier, wijze, stijl, mode, ...
  • ύψος στα ολλανδικά - kroon, postuur, tip, stand, verhevenheid, toppunt, hoogtepunt, ...
  • ύψωση στα ολλανδικά - toppunt, kroon, neus, vergroting, kruin, tip, piek, ...
Τυχαίες λέξεις
Ύψιστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ultra, bovenmatig, ergst, hoogst, hoogste, grootste, de hoogste, beste