Λέξη: φρονηματίζω

Συνώνυμα: φρονηματίζω

εξαιρώ, συναρπάζω

Μεταφράσεις: φρονηματίζω

φρονηματίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chasten, elate, raise the morale

φρονηματίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
regocijado, elate, ensoberbeció

φρονηματίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begeistern, elate, zu begeistern, begeistern Sie

φρονηματίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corriger, épurer, châtier, punir, assagir, raffiner, enthousiasmer, euphorique, ravir, exalter

φρονηματίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
punire, esaltare, inebriare, elate

φρονηματίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exultante, exaltar, elate, entusiasmado

φρονηματίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opgetogen, elate, puur golfplezier, opgetogen maken

φρονηματίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дисциплинировать, наказывать, наказать, покарать, карать, очищать, сдерживать, поднимать настроение

φρονηματίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elate

φρονηματίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elate

φρονηματίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ojentaa, lieventää, kurittaa, täyttää ylpeydella, täyttää iolla

φρονηματίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
elate

φρονηματίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
napravit, tříbit, trestat, kárat, udělat radost, hrdý, povznesený, prostě nadchnou

φρονηματίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utemperować, ukarać, karać, oczyszczać, podniecać, elate

φρονηματίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fellelkesít, emelkedett, jókedvűen viselkedik

φρονηματίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
neşelendirmek, sevindirmek, elate, coşturmak

φρονηματίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
покарати, очищати, здержувати, дисциплінуйте, піднімати настрій, підніматимуть настрій, покращувати настрій

φρονηματίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngazëllej, ngazëllyer, i ngazëllyer, gjendje të gëzuar, i ngre moralin

φρονηματίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
въодушевявам, възвишен, опиянявам, въодушевен, изпълвам с гордост

φρονηματίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падымаць, паднімаць, ўзнімаць, ўздымаць, узнімаць

φρονηματίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puhastama, nuhtlema, ülendama, tõstma, Vastab ilolla, Vastab ylpeydella

φρονηματίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pročistiti, ukrotiti, profiniti, kazniti, ukoriti, ushićen, ushititi, razdragan

φρονηματίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
elate

φρονηματίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pradžiuginti, Sajūsmināt, pakelti nuotaiką, Pakelti nuotaika, Podniecać

φρονηματίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sajūsmināt, sajūsmināts

φρονηματίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
elate

φρονηματίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
face să se mândrească, fie mândru

φρονηματίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kárat, prestat, Zadržati

φρονηματίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
urobiť, robili, spraviť, robiť
Τυχαίες λέξεις