Catastrofaal στα ελληνικά
Μετάφραση: catastrofaal, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταστροφικός, καταστροφικές, καταστροφική, καταστροφικό, καταστροφικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- catalogiseren στα ελληνικά - κατάλογος, κατάλογό, κατάλογο, καταλόγου, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
- catarre στα ελληνικά - καταρροή, καταρροής, την καταρροή, συνάχι, κατάρρου
- catastrofe στα ελληνικά - καταστροφή, πανωλεθρία, όλεθρος, συμφορά, καταστροφής, την καταστροφή, καταστροφές, ...
- categorie στα ελληνικά - κλάση, υπάγω, τάξη, οικογένεια, κατηγορία, κατηγορίας, την κατηγορία, ...
Τυχαίες λέξεις
Catastrofaal στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταστροφικός, καταστροφικές, καταστροφική, καταστροφικό, καταστροφικά
Μεταφράσεις: καταστροφικός, καταστροφικές, καταστροφική, καταστροφικό, καταστροφικά