Combineren στα ελληνικά
Μετάφραση: combineren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδυάζω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- colonne στα ελληνικά - κολόνα, στυλοβάτης, στήλη, πύργος, στύλος, στήλης, της στήλης
- combinatie στα ελληνικά - συνδυασμός, συνδυασμό, συνδυασμού, ο συνδυασμός
- comfort στα ελληνικά - παρηγορώ, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
- comfortabel στα ελληνικά - άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
Τυχαίες λέξεις
Combineren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδυάζω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
Μεταφράσεις: συνδυάζω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει