Conserveren στα ελληνικά
Μετάφραση: conserveren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξακολουθώ, διατηρώ, κρατώ, αμπάρι, διασώζω, συντηρώ, υποστηρίζω, κατακρατώ, διατείνομαι, διατήρηση, τη διατήρηση, διατήρηση των, εξοικονόμηση, διατήρησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- consequentie στα ελληνικά - θέμα, κατάληξη, άθλημα, συνέπεια, γεγονός, τεύχος, έκβαση, ...
- conservatief στα ελληνικά - συντηρητικός, συντηρητική, συντηρητικές, συντηρητικό, συντηρητικών
- consigne στα ελληνικά - κατεύθυνση, Consigne
- consonant στα ελληνικά - σύμφωνο, σύμφωνη, συνάδει, συμφώνου, σύμφωνες
Τυχαίες λέξεις
Conserveren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξακολουθώ, διατηρώ, κρατώ, αμπάρι, διασώζω, συντηρώ, υποστηρίζω, κατακρατώ, διατείνομαι, διατήρηση, τη διατήρηση, διατήρηση των, εξοικονόμηση, διατήρησης
Μεταφράσεις: εξακολουθώ, διατηρώ, κρατώ, αμπάρι, διασώζω, συντηρώ, υποστηρίζω, κατακρατώ, διατείνομαι, διατήρηση, τη διατήρηση, διατήρηση των, εξοικονόμηση, διατήρησης