Λέξη: μοιράζομαι
Σχετικές λέξεις: μοιράζομαι
μοιράζομαι συνώνυμα, μοιράζομαι ορισμός, μοιράζομαι το αυτοκίνητο, μοιράζομαι γνωμικά, μοιράζομαι και ωριμάζω, μοιράζομαι δίκαια με τους φίλους μου, μοιράζομαι αυτοκίνητο, μοιράζομαι συνώνυμο, νοιάζομαι μοιράζομαι
Μεταφράσεις: μοιράζομαι
μοιράζομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
share, share in, sharing, I share, Shariah
μοιράζομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
porción, parte, contribución, compartir, repartir, acción, ración, dividir, participar en, participación en, parte en, participación en el, participación en la
μοιράζομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anteilig, kontribution, beitrag, beteiligung, anteil, quote, pflugschar, aktie, Anteil, Anteil an, Anteil am, Anteil in
μοιράζομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
partagent, quotité, partagez, portion, partage, débiter, répartir, distribuer, écot, partageons, apport, diviser, lot, action, fraction, contingent, participer à, part dans, part, part de, part dans le
μοιράζομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
azione, parte, spartire, condividere, partecipazione, contributo, quota, quota di, quota nel, quota nella
μοιράζομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compartir, abotinar, apólice, dividir, compartilhar, acção, parte, participação, share, quota, ação, quota de
μοιράζομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
actie, bijdrage, aandeel, delen in, aandeel in de, aandeel in het, aandeel van
μοιράζομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
частное, делить, участвовать, часть, судьба, сопереживать, удел, роль, доза, пай, доля, частица, поделить, акция, участь, сошник, доля в, Поделиться в, долю в, удельный вес в, доли в
μοιράζομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
part, aksje, andel, del, andelen
μοιράζομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lott, del, aktie, aktie i, andel i, andel av, andel, del i
μοιράζομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osa, erä, osallistua, jakaa, osanen, osake, osuus, osuuden, osakkeen, osuutta, osuuteen
μοιράζομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dele, andel, del, Del, Share, aktie, andelen
μοιράζομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přínos, akcie, podílet, sdílet, podíl, účast, dělit, příděl, rozdělit, rozdělovat, díl, podíl na, podílu na
μοιράζομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wymieniać, część, współdzielić, rozdzielić, rozdzielać, zasób, akcja, ujawniać, dzielić, podzielić, współużytkowanie, współodpowiedzialność, udostępniać, partycypować, dola, współuczestniczyć, udział, akcji, akcje, udział w, zakładowy
μοιράζομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kvóta, részesedés, részesedése, részesedését, részesedést, részesedése a
μοιράζομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pay, payı, içindeki payı, yılında gerçekleşen hisse, nda gerçekleflen hisse
μοιράζομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
частину, ділити, дольовий, доля, частка, поділяти, частина
μοιράζομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përdor bashkë, jam pjesëtar, pjesë në, e aksioneve të, ndajnë të
μοιράζομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дял в, дял, дял от, дял на, участие в
μοιράζομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
доля ў, дзель у, дзель
μοιράζομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aktsia, jagama, osa, osakaal, osale, osatähtsus
μοιράζομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lemeš, raonik, dio, udio, udjel, udjela, dionica
μοιράζομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hluti, hlutabréf, hlut í, hlutdeild í, hlutur í, eignarhlutur í, eignarhlut í
μοιράζομαι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sors, pars
μοιράζομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įnašas, akcija, dalis, dalį, tenkanti
μοιράζομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
akcija, raksts, daļa, īpatsvars, daļu
μοιράζομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
удел во, учеството во, учество во, акција во, дел во
μοιράζομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
contribuţie, pondere, cota, social, cota de, cotă
μοιράζομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dividenda, delež v, delež, deleža v, delež na, estvo vo
μοιράζομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dít, dividenda, podiel, časť, podielu, pomer, účasť