Cruciaal στα ελληνικά

Μετάφραση: cruciaal, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Cruciaal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • croquethamer στα ελληνικά - κόπανος, ξύλινο σφυρί, σφυρί, σφύρα, ματσόλα
  • cru στα ελληνικά - πρόχειρος, σκληρός, τραχύς, αγροίκος, ακατέργαστος, ωμός, αγενής, ...
  • crucifix στα ελληνικά - σταυρός, σταυρό, εσταυρωμένος, εσταυρωμένο
  • crème στα ελληνικά - κρέμα, κρέμας, κρέμα γάλακτος, κρέμας γάλακτος, κρεμ
Τυχαίες λέξεις
Cruciaal στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό