Καθοριστικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: καθοριστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beslissend, finaal, cruciaal, determinant, bepalend, bepalende, bepalende factor, factor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθοριστικός
καθοριστικόσ ετυμολογία, καθοριστικός συνώνυμα, καθοριστικόσ ο ρόλοσ τησ ελλάδασ στη διαμόρφωση τησ ευρωπαϊκήσ ψηφιακήσ στρατηγικήσ, καθοριστικός στα αγγλικα, καθοριστικός english, καθοριστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθοριστικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καθορίζω στα ολλανδικά - besluiten, citeren, beslissen, determineren, aanhaling, uitmaken, noemen, ...
- καθορισμένος στα ολλανδικά - band, zetten, groep, streep, set, school, gelegen, ...
- καθρέφτης στα ολλανδικά - afspiegelen, spiegel, Mirror, de Spiegel, spiegelbeeld, spiegel van
- καθυστέρηση στα ολλανδικά - uitstellen, verschuiven, vertraging, verlating, oponthoud, verlet, uitstel, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθοριστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beslissend, finaal, cruciaal, determinant, bepalend, bepalende, bepalende factor, factor
Μεταφράσεις: beslissend, finaal, cruciaal, determinant, bepalend, bepalende, bepalende factor, factor