Definitie στα ελληνικά

Μετάφραση: definitie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
Definitie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • defensie στα ελληνικά - συνηγορία, άμυνα, υπεράσπιση, άμυνας, αμυντικούς, υπεράσπισης
  • deficit στα ελληνικά - χάσιμο, απώλεια, χαμός, έλλειψη, ήττα, έλλειμμα, ελλείμματος, ...
  • definitief στα ελληνικά - τελευταίος, οριστικά, σαφής, φτουρώ, έσχατος, οριστικός, τελικός, ...
  • definiëren στα ελληνικά - προσδιορίζω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
Τυχαίες λέξεις
Definitie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό