Diploma στα ελληνικά

Μετάφραση: diploma, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που
Diploma στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ding στα ελληνικά - νοιάζομαι, ενδιαφέρον, πράγμα, υπόθεση, αντιτείνω, ύλη, θήκη, ...
  • dingen στα ελληνικά - πράμα, τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες
  • diplomaat στα ελληνικά - διπλωμάτης, διπλωμάτη, διπλωμάτης των
  • direct στα ελληνικά - σκηνοθετώ, ίσιος, ευθύς, καθοδηγώ, αμέσως, άμεσα, αμέσως το, ...
Τυχαίες λέξεις
Diploma στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που