Δίπλωμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: δίπλωμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
akte, diploma, bul, brevet, Diplomaoverzicht, diploma van, het Diploma
Δίπλωμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δίπλωμα

δίπλωμα επαγγελματικής κατάρτισης εκπαιδευτή υποψηφίων οδηγών, δίπλωμα χαρτοπετσέτας, δίπλωμα αυτοκινήτου, δίπλωμα α2, δίπλωμα μοτοσυκλέτας, δίπλωμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δίπλωμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δίοδος στα ολλανδικά - passage, doorgang, overgang, gang, verstrijken
  • δίπλα στα ολλανδικά - nabij, bezijden, aan, behalve, naast, dichtbij, bij, ...
  • δίσκος στα ολλανδικά - aantekenen, registreren, theeblad, boeken, discus, blad, record, ...
  • δίχτυ στα ολλανδικά - breisteek, zuiver, voordeel, rooster, traliehek, belang, net, ...
Τυχαίες λέξεις
Δίπλωμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: akte, diploma, bul, brevet, Diplomaoverzicht, diploma van, het Diploma