Dom στα ελληνικά

Μετάφραση: dom, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουχρός, πληκτικός, χαζός, βαρετός, μουντός, κουτός, γλυκός, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι
Dom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dollar στα ελληνικά - δολάριο, κυδώνι, δολαρίου, δολάρια, δολαρίων, του δολαρίου
  • dolzinnig στα ελληνικά - λωλός, κουζουλός, τρελούτσικος, θυμωμένος, τρελός, άρρωστος, τρελλάρας, ...
  • domicilie στα ελληνικά - κατοικία, κατοικίας, έδρα, την κατοικία, έδρας
  • dominee στα ελληνικά - ιερέας, υπουργός, εφημέριος, εφημέριο, Βικάριος, Vicar, ο Βικάριος
Τυχαίες λέξεις
Dom στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουχρός, πληκτικός, χαζός, βαρετός, μουντός, κουτός, γλυκός, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι