Doorbreken στα ελληνικά

Μετάφραση: doorbreken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, διάλειμμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Doorbreken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • door στα ελληνικά - διαμέσου, λόγω της, εξαιτίας, οφείλεται σε, λόγω των
  • doorboren στα ελληνικά - τριβελίζω, τροχός, άσκηση, διατρυπώ, διαπερώ, διαπερνήστε, Pierce, ...
  • doorbrengen στα ελληνικά - παραδρομή, ξεπερνώ, περνώ, πέφτω, κυκλοφορώ, υπερακοντίζω, ξοδεύω, ...
  • doorbuigen στα ελληνικά - στροφή, γέρνω, καμπυλώνεται, σκύβω, κάμψη, κάμψης, καμπή, ...
Τυχαίες λέξεις
Doorbreken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, διάλειμμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο