Doorgeven στα ελληνικά
Μετάφραση: doorgeven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταδίδω, ξεπερνώ, στενά, υπερακοντίζω, πέρασμα, κυκλοφορώ, διοχετεύω, περνώ, δώσετε, δώσετε σε, μεταφέρουν, μετακυλίσουν, μετακυλίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doorgaans στα ελληνικά - γενικά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
- doorgang στα ελληνικά - πέρασμα, διέλευση, δίοδο, διόδου, δίοδος
- doorhalen στα ελληνικά - ακυρώνω, διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, να διαγράψετε
- doorkijk στα ελληνικά - θέση, προοπτική, άποψη, τοποθετώ, τοποθεσία, προοπτικών, προοπτικές, ...
Τυχαίες λέξεις
Doorgeven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταδίδω, ξεπερνώ, στενά, υπερακοντίζω, πέρασμα, κυκλοφορώ, διοχετεύω, περνώ, δώσετε, δώσετε σε, μεταφέρουν, μετακυλίσουν, μετακυλίσει
Μεταφράσεις: μεταδίδω, ξεπερνώ, στενά, υπερακοντίζω, πέρασμα, κυκλοφορώ, διοχετεύω, περνώ, δώσετε, δώσετε σε, μεταφέρουν, μετακυλίσουν, μετακυλίσει