Dop στα ελληνικά

Μετάφραση: dop, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέλυφος, έλυτρο, φλοιός, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell
Dop στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doos στα ελληνικά - σκάφος, κουτί, κάσα, πλοίο, πυγμαχώ, αγγείο, σκεύος, ...
  • doosvrucht στα ελληνικά - κάψουλα, κάψουλας, καψάκιο, της κάψουλας, κάψα
  • dope στα ελληνικά - ναρκωτικό, βερνίκι, DOPE, ναρκωτικές ουσίες, πρόσμιξης νόθευσης
  • dopen στα ελληνικά - βαφτίζω, βαπτίζω, βαφτίσει, βαπτίσει, βαφτίζουν, βαπτίζουν
Τυχαίες λέξεις
Dop στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέλυφος, έλυτρο, φλοιός, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell