Dossier στα ελληνικά
Μετάφραση: dossier, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποβάλλω, πίφερο, λιμάρω, φάκελος, φάκελο, φακέλου, φάκελλο, φάκελο που
Μεταφράσεις
- dosering στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
- dosis στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
- dot στα ελληνικά - βώλος, κουκκίδα, τελεία, κουκίδα, κουκίδων
- douane στα ελληνικά - τελωνείο, έθιμο, έθιμα, τελωνειακός, τελωνειακές, τελωνειακή, τελωνειακό
Τυχαίες λέξεις
Dossier στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποβάλλω, πίφερο, λιμάρω, φάκελος, φάκελο, φακέλου, φάκελλο, φάκελο που
Μεταφράσεις: υποβάλλω, πίφερο, λιμάρω, φάκελος, φάκελο, φακέλου, φάκελλο, φάκελο που