Λέξη: ανυπεράσπιστος
Σχετικές λέξεις: ανυπεράσπιστος
ανυπεράσπιστος συνωνυμα, ανυπεράσπιστος καημός
Συνώνυμα: ανυπεράσπιστος
απροστάτευτος
Μεταφράσεις: ανυπεράσπιστος
ανυπεράσπιστος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defenceless, defenseless, undefended, unprotected, helpless
ανυπεράσπιστος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
indefenso, indefensa, indefensos, indefensión, indefensas
ανυπεράσπιστος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schutzlos, wehrlos, wehrlosen, wehrlose, wehrloses
ανυπεράσπιστος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désarmé, sans défense, défense
ανυπεράσπιστος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indifeso, indifesi, indifesa, inerme, difese
ανυπεράσπιστος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sem defesa, desprotegido, indefeso, indefesa, indefesos
ανυπεράσπιστος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weerloos, weerloze, weerlozen, machteloos, zonder verdediging
ανυπεράσπιστος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безоружный, незащищенный, уязвимый, беззащитный, беззащитным, беззащитны, беззащитен, беззащитной
ανυπεράσπιστος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsvarsløs, forsvarsløse, forsvars, defense, defenseless
ανυπεράσπιστος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
värnlös, försvarslös, försvarslösa, försvars, försvarslöst
ανυπεράσπιστος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suojaton, kehno, puolustuskyvytön, puolustuskyvyttömiä, puolustuskyvyttömien, puolustuskyvytöntä, puolustuskyvyttömiin
ανυπεράσπιστος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsvarsløse, forsvarsløs, forsvarsløst, værgeløse, værgeløs
ανυπεράσπιστος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezbranný, bezbranné, bezbranná, bezbranní, bezbranných
ανυπεράσπιστος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezbronny, bezbronni, bezbronne, bezbronnych, bezbronna
ανυπεράσπιστος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
védtelen, kiszolgáltatott, védtelenek, védtelenül, kiszolgáltatottá
ανυπεράσπιστος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savunmasız, korumasız, savunmasız bir, savunmasýz
ανυπεράσπιστος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уразливий, незахищений, беззахисний, беззахисна, беззахисне, безборонний, безпорадний
ανυπεράσπιστος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pambrojtur, pambrojtur, të pambrojtur, pambrojtura, të pambrojtura
ανυπεράσπιστος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
беззащитен, беззащитни, беззащитна, беззащитно, беззащитното
ανυπεράσπιστος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
безабаронны
ανυπεράσπιστος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaitsetu, kaitsetud, kaitsetute, kaitsetuid, kaitsetuks
ανυπεράσπιστος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neobranjiv, bespomoćan, bez obrane, bespomoćni, nezaštićeni
ανυπεράσπιστος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
varnarlaust, defenseless, berskjaldaður, varnarlausa
ανυπεράσπιστος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
beginklis, apsiginti, neginami, beginkliai, neapsaugota
ανυπεράσπιστος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neaizsargāts, neaizsargāti, neaizsargāta, bezpalīdzīgā
ανυπεράσπιστος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
беспомошни, одбрана, беспомошните, беспомошно, без одбрана
ανυπεράσπιστος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fără apărare, apărare, de apărare, aparare, lipsit de apărare
ανυπεράσπιστος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obrambe, brez obrambe, nemočni, nemočen, nemočnih
ανυπεράσπιστος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bezbranný, bezbranná, bezbranná do, bezmocný, bezbranné