Douwen στα ελληνικά

Μετάφραση: douwen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύναμη, σπρώξιμο, εξαναγκάζω, βία, σπρώχνω
Douwen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • douche στα ελληνικά - επιδαψιλεύω, ντους, ντουζιέρα, μπανιέρα, ντουζ, ντουζιέρας
  • douchen στα ελληνικά - επιδαψιλεύω, ντους, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, διαθέτουν
  • doven στα ελληνικά - σβήνω, κατάσβεση, σβήσει, σβήσουν, την κατάσβεση, κατάσβεση της
  • downloaden στα ελληνικά - για να κατεβάσετε, να κατεβάσετε, να κατεβάσετε ένα, να κατεβάσετε ένα το, να κατεβάσετε τον
Τυχαίες λέξεις
Douwen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύναμη, σπρώξιμο, εξαναγκάζω, βία, σπρώχνω