Λέξη: γενναιόδωρος
Σχετικές λέξεις: γενναιόδωρος
γενναιόδωρος αγγλικα, γενναιόδωρος συνώνυμα, γενναιόδωρος στα αγγλικα, γενναιόδωρος μεταφραση, γενναιόδωρος λεξικο
Συνώνυμα: γενναιόδωρος
πολυτελής, αλογάριαστος, αφειδής, δαψιλής, γενναίος, ανοιχτοχέρης, πλουσιοπάροχος, πλουσιόδωρος, ανοικτοχέρης
Μεταφράσεις: γενναιόδωρος
γενναιόδωρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
generous, bounteous, munificent, bountiful, lavish
γενναιόδωρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
generoso, dadivoso, espléndido, generosa, generosos, abundante, generosas
γενναιόδωρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freizügig, generös, freigiebig, freigebig, großzügig, großzügige, großzügigen, großzügiger
γενναιόδωρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
noble, libéral, généreux, large, magnanime, généreuse, généreuses, générosité, généreusement
γενναιόδωρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
generoso, liberale, generosa, generosi, ricca, generose
γενναιόδωρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
generoso, geração, desapegado, liberal, generosa, generosos, generosas, espaçosos
γενναιόδωρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gul, genereus, goedgeefs, mild, vrijgevig, scheutig, royaal, kwistig, edelmoedig, royale
γενναιόδωρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благородный, большой, интенсивный, щедрый, изрядный, добрый, тороватый, обильный, густой, крепкий, великодушный, выдержанный, плодородный, щедрым, щедрой, щедр, щедры
γενναιόδωρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gavmild, rundhåndet, sjenerøs, sjenerøse, generøs, generøse, raus
γενναιόδωρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
generös, generösa, generöst
γενναιόδωρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
antelias, jalomielinen, avokätinen, avulias, avomielinen, jalo, runsas, anteliaita, runsaasti, runsaan
γενναιόδωρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gavmild, generøs, generøse, generøst, gavmilde
γενναιόδωρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
velkorysý, šlechetný, štědrý, velkodušný, velkorysé, velkorysá, štědré
γενναιόδωρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szczodry, hojny, szczodrobliwy, ofiarny, wielkoduszny, wspaniałomyślny, szlachetny, obfite
γενναιόδωρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nagylelkű, nagyvonalú, bőséges, bőkezű, tágas
γενναιόδωρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cömert, cömert bir, zengin, bol
γενναιόδωρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щедрий, шляхетний, великодушний, міцний, родючий, щедра, найщедріший
γενναιόδωρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bujar, bujare, zemërgjerë, bujarë, bujari
γενναιόδωρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
щедър, щедри, щедра, щедро, щедрата
γενναιόδωρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шчодры, шчодрая
γενναιόδωρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
helde, suuremeelne, helded, lahke, rikkalikku
γενναιόδωρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
velikodušan, plemenit, velikodušni, velikodušno, velikodušna, darežljiv
γενναιόδωρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
göfugur, örlátur, flott, örlátir
γενναιόδωρος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
liberalis
γενναιόδωρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dosnus, turtinga, dosni, dosnūs, dosniai
γενναιόδωρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dāsns, devīgs, augstsirdīgs, dāsna, dāsnu, dāsni
γενναιόδωρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
великодушни, дарежлив, дарежлива, дарежливи, великодушна
γενναιόδωρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
generos, generoasă, generoase, generoasa, de generos
γενναιόδωρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
radodaren, radodarna, velikodušni, velikodušna, radodarni
γενναιόδωρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
štedrý, veľkorysý, Christmas, Štědrý
Τυχαίες λέξεις