Λέξη: εγείρομαι
Σχετικές λέξεις: εγείρομαι
εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι πώς κλίνεται, εγείρομαι ρήμα, εγείρομαι προστακτική, εγείρομαι γραμματικη
Συνώνυμα: εγείρομαι
υψώνω, σηκώνομαι, υψούμαι, ανατέλλω
Μεταφράσεις: εγείρομαι
εγείρομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arise, rise, get up, I rise
εγείρομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nacer, salir, surgir, subir, levantarse, aumento, ascender, alza
εγείρομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufkommen, steigen, ansteigen, Anstieg, aufsteigen
εγείρομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insurger, lever, surgir, résulter, sourdre, survenir, apparaître, produire, découler, naître, s'élever, ressortir, paraître, augmenter, monter, hausse
εγείρομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sorgere, salire, aumentare, aumento, crescere
εγείρομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aflorar, levantar, nascer, subir, aumentar, elevar, aumento, ascensão
εγείρομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontstaan, stijgen, rijzen, opstaan, verrijzen, toenemen
εγείρομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вставать, воскресать, создаться, воздвигаться, подниматься, возникать, появляться, воздвигнуться, проистекать, происходить, возвыситься, возникнуть, явиться, родиться, приподняться, нарождаться, рост, повышение, повышаться, подъем
εγείρομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stige, øke, stiger, øker, heve
εγείρομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stiga, öka, stiger, att stiga, ökar
εγείρομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilmaantua, nostaa, kehkeytyä, siunaantua, johtua, nousta, nousevan, nousevat, kasvaa, nousu
εγείρομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stige, stiger, rejse, at stige, stigning
εγείρομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyvstat, vznikat, povstat, vzejít, vycházet, vyplývat, pojít, vzniknout, vyvstávat, zvednout, vytvořit, vzestup, stoupat, vzrůst, vstát
εγείρομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
narastać, pojawić, ukazać, powstawać, lęgnąć, powstać, wynikać, pojawiać, rosnąć, wzrost, powstanie, podnieść się, wzrastać
εγείρομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
emelkedik, emelkedni, emelkedhet, emelkednek, emelkedése
εγείρομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
artış, yükselmeye, artmaya, yükselecek, yükselme
εγείρομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
воскрети, піднятися, здійматися, поставати, зростання, ріст, зріст
εγείρομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngrihem, rritet, të rritet, rriten, ngrihen
εγείρομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възниквам, покачване, нарастване, повиши, се повиши, нарасне
εγείρομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рост
εγείρομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõusma, kerkima, tekkima, tõusta, tõusevad, tõuse, tõus
εγείρομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ovan, poticati, rasti, ustati, porast, dići, porasti
εγείρομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rísa, hækka, aukist, hækki, aukast
εγείρομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kilti, pakilti, didės, padidėti, pakils
εγείρομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieaugt, pacelties, celties, pieaugs, palielināsies
εγείρομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зголеми, се зголеми, расте, да се зголеми, се зголемува
εγείρομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
crește, ridica, crească, creasca, se ridice
εγείρομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vznikat, narašča, dvig, dvignila, naraščati, dvignejo
εγείρομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vzostup, zvýšenie, nárast, rast, zvýšenia