Draadloze στα ελληνικά

Μετάφραση: draadloze, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασύρματο, ράδιο, ασύρματος, ασύρματη, ασύρματου, ασύρματης
Draadloze στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dra στα ελληνικά - σύντομος, σύντομα, μόλις, συντομότερο, ταχύτερο, συντομότερα
  • draad στα ελληνικά - μίτος, κλώνος, νήμα, καλώδιο, κλωστή, εξοκέλλω, σύρμα, ...
  • draadnagel στα ελληνικά - νύχι, καρφί, πρόκα, νυχιών, των νυχιών, καρφιών
  • draagbaar στα ελληνικά - απορρίμματα, φορητός, σκουπίδια, φορητό, φορητή, φορητές, φορητών
Τυχαίες λέξεις
Draadloze στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασύρματο, ράδιο, ασύρματος, ασύρματη, ασύρματου, ασύρματης