Λέξη: εγκαθιδρύω

Σχετικές λέξεις: εγκαθιδρύω

εγκαθιδρύω συνωνυμα

Συνώνυμα: εγκαθιδρύω

εγκαθιστώ

Μεταφράσεις: εγκαθιδρύω

εγκαθιδρύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
install, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colocar, instalar, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsetzen, installieren, einrichten, einbauen, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
installer, emménagez, emménageons, instaurer, emménagent, fonder, établir, installez, emménager, installons, installent, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mettere, insediare, installare, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instalar, inspirar, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fitten, aanleggen, installeren, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
устанавливать, монтировать, водворять, вселять, усаживать, собирать, установить, помещать, устраивать, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
installere, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
installera, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sijoittaa, asentaa, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
egkathidryo

εγκαθιδρύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uvést, zařídit, zavést, instalovat, nastolit, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zainstalować, zakładać, umieszczać, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egkathidryo

εγκαθιδρύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
egkathidryo

εγκαθιδρύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мінливість, встановіть, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
egkathidryo

εγκαθιδρύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
egkathidryo

εγκαθιδρύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
egkathidryo

εγκαθιδρύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
installeerima, paigaldama, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
instaliranje, ustoličiti, instalirate, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
egkathidryo

εγκαθιδρύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
egkathidryo

εγκαθιδρύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzstādīt, ierīkot, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
egkathidryo

εγκαθιδρύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
instala, egkathidryo

εγκαθιδρύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
egkathidryo

εγκαθιδρύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
egkathidryo
Τυχαίες λέξεις