Ασύρματο στα ολλανδικά

Μετάφραση: ασύρματο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
draadloze, radio, draadloos, Wireless, een draadloze, de draadloze
Ασύρματο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασύρματο

ασύρματο ποντίκι, ασύρματο ηχείο jam plus, ασύρματο πληκτρολόγιο, ασύρματο κουδούνι, ασύρματο τηλέφωνο, ασύρματο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασύρματο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ασύμμετρος στα ολλανδικά - ongeëvenredigd, onmeetbaar, incommensurate, incommensurabele, verhouding staan
  • ασύμπτωτο στα ολλανδικά - asymptoot, asymptote, asymptoot is
  • ασύστολα στα ολλανδικά - schaamteloos, onbeschaamd, shamelessly, ongegeneerd, schaamteloze
  • ασύστολος στα ολλανδικά - bokkig, brutaal, vrijpostig, onbeschaamd, onbeschoft, meedogenloos, Ruthless, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασύρματο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: draadloze, radio, draadloos, Wireless, een draadloze, de draadloze