Drukken στα ελληνικά
Μετάφραση: drukken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζουλώ, στριμώχνω, στύβω, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε
Μεταφράσεις
- druipen στα ελληνικά - στάζω, σταλάζω, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει
- druk στα ελληνικά - συναγερμός, εύστροφος, γοργός, πίεση, ζωντανός, οξυδερκής, τρομάζω, ...
- drukkend στα ελληνικά - επαχθής, βαρύς, καταπιεστικός, καταπιεστική, καταπιεστικό, καταπιεστικά, καταπιεστικές, ...
- drukker στα ελληνικά - τυπογράφος, εκτυπωτής, εκτυπωτή, του εκτυπωτή, τον εκτυπωτή, εκτυπωτών
Τυχαίες λέξεις
Drukken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζουλώ, στριμώχνω, στύβω, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε
Μεταφράσεις: ζουλώ, στριμώχνω, στύβω, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε