Dwaling στα ελληνικά

Μετάφραση: dwaling, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάθος, φτιάξιμο, σφάλμα, σφάλματος, λάθους, πλάνη
Dwaling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dwaas στα ελληνικά - γελοίος, ζουμί, εξαντλώ, παράλογος, περίγελος, κουτός, χυμός, ...
  • dwalen στα ελληνικά - αδέσποτος, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, ...
  • dwangmaatregel στα ελληνικά - πρόστιμο, κύρωση, ποινή, μέτρο καταναγκασμού, καταναγκαστικό μέτρο, εξαναγκαστικό μέτρο, μέτρο εξαναγκασμού, ...
  • dwarrelen στα ελληνικά - στροβιλίζομαι, δίνη, ελίκωσης του, ελίκωσης, στροβιλισμών, στροβίλισμα
Τυχαίες λέξεις
Dwaling στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάθος, φτιάξιμο, σφάλμα, σφάλματος, λάθους, πλάνη