Λέξη: εκπαιδευτής

Σχετικές λέξεις: εκπαιδευτής

εκπαιδευτής δελφινιών, εκπαιδευτής σκύλων κύπρος, εκπαιδευτής κεκ, εκπαιδευτής οδηγών, εκπαιδευτής σκύλων, εκπαιδευτήσ σκύλων θεσσαλονίκη, εκπαιδευτής πρώτων βοηθειών, εκπαιδευτής σκύλων τιμές, εκπαιδευτής υποψηφίων οδηγών αυτοκινήτων και μοτοσικλετών, εκπαιδευτής ενηλίκων

Συνώνυμα: εκπαιδευτής

πούλμαν, προπονητής, άμαξα, προγυμναστής, υπεραστικό λεωφορείο, διδάσκαλος, καθοδηγητής

Μεταφράσεις: εκπαιδευτής

εκπαιδευτής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trainer, instructor, coach, teacher, a trainer

εκπαιδευτής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adiestrador, domador, entrenador, instructor, instructor de, profesor, instructora, el instructor

εκπαιδευτής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
turnschuh, instrukteur, ausbilder, trainer, Ausbilder, Lehrer, Dozent, Instruktor

εκπαιδευτής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
instructeur, moniteur, encadreur, dresseur, entraîneur, professeur, instructeur de, formateur

εκπαιδευτής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
domatore, allenatore, addestratore, istruttore, istruttore di, maestro, insegnante, docente

εκπαιδευτής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instrutor, instrutor de, professor, instrutor da, instrutora

εκπαιδευτής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
instructeur, docent, leraar, instructor

εκπαιδευτής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наездник, дрессировщик, тренер, инструктор, тренажер, ополченец, преподаватель, инструктором, инструктора, наставник

εκπαιδευτής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
instruktør, instruktøren, lærer

εκπαιδευτής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
instruktör, instruktören, lärare, instruktörs

εκπαιδευτής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valmentaja, ohjaaja, opettaja, ohjaajan, opettajan, kouluttaja

εκπαιδευτής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
instruktør, instruktøren, underviser, lærer

εκπαιδευτής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cvičitel, instruktor, instruktora, cvičící, instruktorem, zkoušející

εκπαιδευτής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
instruktor, treser, ujeżdżacz, szkoleniowiec, trener, nauczyciel, instruktora, instruktorem, instructor

εκπαιδευτής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
idomító, oktató, oktatói, instruktor, oktatóval, oktatónak

εκπαιδευτής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
antrenör, eğitmen, eğitmeni, öğretmen, hocası, öğretim üyesi

εκπαιδευτής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дресирувальник, тренер, інструктор, тренажер, инструктор

εκπαιδευτής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
instruktor, instruktori, udhëzues, mësues, instruktori i

εκπαιδευτής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инструктор, учител, инструктор по, инструктори

εκπαιδευτής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інструктар

εκπαιδευτής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
treener, juhendaja, õpetaja, instruktor, instruktori, lennuõpetaja

εκπαιδευτής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trener, instruktor, instruktora, učitelj, nastavnik, predavač

εκπαιδευτής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kennari, leiðbeinandi, kennara, kennarinn, leiðbeinanda

εκπαιδευτής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
instruktorius, instruktoriaus, dėstytojas, instruktorių, instruktoriui

εκπαιδευτής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
instruktors, instruktora, pasniedzējs, instruktoru, pasniedzēja

εκπαιδευτής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инструктор, инструкторот, ловење, инструктор по, инструктор за

εκπαιδευτής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dresor, instructor, instructor de, de instructor, instructorul, instructorului

εκπαιδευτής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trenér, trener, inštruktor, inštruktorja, učitelj, inštruktorjev, Mentor

εκπαιδευτής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
inštruktor, inštruktora, inštruktorom, učiteľ

Στατιστικά δημοτικότητας: εκπαιδευτής

Τυχαίες λέξεις