Ωριμότητα στα αγγλικά

Μετάφραση: ωριμότητα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
maturity, ripeness, maturity of, mature
Ωριμότητα στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ωριμότητα

maturity
  • λήξη
  • ωριμότητα
  • ωριμότης
ripeness
  • ωριμότητα
  • ωριμότης
matureness
  • ωριμότητα
  • ωριμότης
  • λήξη
mellowness
  • ωριμότητα
  • ωριμότης

Σχετικές λέξεις: ωριμότητα

ωριμότητα ανωριμότητα, ωριμότητα ορισμός, ωριμότητα ψυχολογία, σχολική ετοιμότητα, ωριμότητα πλακούντα, ωριμότητα λεξικό γλώσσας αγγλικά, ωριμότητα στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ωριαίος στα αγγλικά - hourly, an hourly, hourly rate, hourly rate of, as an hourly
  • ωριμάζω στα αγγλικά - ripen, mature, mellow, maturate, grow up
  • ωρύομαι στα αγγλικά - roar, scream, yell
  • ωστόσο στα αγγλικά - yet, nevertheless, however, but
Τυχαίες λέξεις
Ωριμότητα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: maturity, ripeness, maturity of, mature