Economie στα ελληνικά
Μετάφραση: economie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικονομολογία, οικονομική, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- echtverbintenis στα ελληνικά - παντρειά, γάμος, γάμου, γάμο, το γάμο, του γάμου
- eclips στα ελληνικά - έκλειψη, έκλειψης, επισκιάσει, επισκιάσουν
- economisch στα ελληνικά - οικονομικά, οικονομική, από οικονομική, οικονομικώς, οικονομικής
- eczeem στα ελληνικά - έκζεμα, εκζέματος, το έκζεμα, του εκζέματος, εκζέματα
Τυχαίες λέξεις
Economie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικονομολογία, οικονομική, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
Μεταφράσεις: οικονομολογία, οικονομική, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας