Οικονομική στα ολλανδικά

Μετάφραση: οικονομική, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
economie, economisch, economische, de economische, het economisch
Οικονομική στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικονομική

οικονομική κρίση, οικονομική θέρμανση, οικονομική κρίση ορισμός, οικονομική γεωγραφία, οικονομική κρίση 1929, οικονομική λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οικονομική στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οικολόγος στα ολλανδικά - ecoloog, ecologist, ecologie, ecologe
  • οικονομία στα ολλανδικά - besparing, economie, zuinigheid, economische, economie van, de economie
  • οικονομικός στα ολλανδικά - financieel, geldelijk, economisch, economische, de economische, het economisch, economie
  • οικονομολογία στα ολλανδικά - economie, Economics, economische, de economie, Economische Wetenschappen
Τυχαίες λέξεις
Οικονομική στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: economie, economisch, economische, de economische, het economisch