Eenmaal στα ελληνικά

Μετάφραση: eenmaal, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποτέ, κάποτε, εφάπαξ, μια φορά, άπαξ, μία φορά, φορά
Eenmaal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eenheid στα ελληνικά - μονάδα, ενότητα, ακεραιότητα, αρμονία, μονάδας, συσκευή, μονάδος
  • eenhoorn στα ελληνικά - μονόκερος, μονόκερως, Unicorn, μονόκερο, μονόκερω
  • eenparig στα ελληνικά - ομόφωνος, ομόφωνη, ομόφωνα, ομοφωνία στις αξιολογήσεις, ομοφωνία στις αξιολογήσεις τους, ομοφωνία
  • eens στα ελληνικά - ποτέ, εφάπαξ, κάποτε, μια φορά, άπαξ, μία φορά, φορά
Τυχαίες λέξεις
Eenmaal στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποτέ, κάποτε, εφάπαξ, μια φορά, άπαξ, μία φορά, φορά