Λέξη: θέληση
Σχετικές λέξεις: θέληση
θέληση είναι εκείνο που σε υποχρεώνει να νικάς όταν η λογική σου λέει πως έχασες, θέληση λεξικό, θέληση ορισμός, θέληση αγγλικά, θέληση για το παιδί, θέληση στα αγγλικα, θέληση ρητά, θέληση για δύναμη, θέληση συνώνυμα, θέληση αποφθέγματα
Συνώνυμα: θέληση
βούληση, διαθήκη
Μεταφράσεις: θέληση
θέληση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
will, volition, willingness, desire, will of
θέληση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
querer, voluntad, será, hará, va, va a
θέληση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
willensäußerung, willen, wille, vermachen, werde, willenskraft, möchte, werden, testament, Wille, wird, will
θέληση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
testament, souhait, léguer, vouloir, désir, complaisance, gré, volonté, intention, sera, seront, va, fera
θέληση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volontà, volere, arbitrio, sarà, saranno, farà, verrà
θέληση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
testamento, querer, vontade, vai, será, irá, vão
θέληση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbond, zin, testament, wilsbeschikking, wil, zullen, zal, zult, willen
θέληση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
желание, желать, велеть, заставлять, волеизъявление, энергия, свобода, энтузиазм, вероятность, решимость, будет, внушать, хотеть, обещание, завещание, хотение, воля, воли, будут, будем
θέληση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vilje, vil
θέληση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vilja, kommer, kommer att
θέληση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aikoa, tahto, tahtoa, testamentti, mieliteko, tulee, aikoo, tulevat
θέληση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vilje, vil
θέληση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přání, žádost, ochota, chtění, vůle, úmysl, bude, budou, nebude
θέληση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
być, chcieć, czyn, wola, chęć, przyzwyczajenie, życzenie, będzie, będą, woli
θέληση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
akarat, kívánság, akarás, lesz, fog, majd, fogja
θέληση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istek, irade, olacak, olacaktır, olur, will
θέληση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
свавільний, волгоградський, упертий, норовливий, впертий, умисний, воля, волю
θέληση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
do të, do, do ta
θέληση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
воля, ще, ще се, няма
θέληση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хацець, воля, волі
θέληση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
william, tahe, volõõnia, saama, teeb, hakkab
θέληση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hoćeš, hoću, volja, htijenje, oporuka, ćete, želja, će, će se, neće, hoće
θέληση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vilja, mun, verður, munu, munt
θέληση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
voluntas, volo
θέληση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valia, bus, galės
θέληση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
testaments, griba, būs, tiks, gribu
θέληση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ќе, нема, ќе се, волја, ќе биде
θέληση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
voinţă, testament, voie, voi, va, vor, se va, va fi
θέληση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bo, bodo, se bo
θέληση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ochotu, rozhodnutí, vôľa, vôle, vôľu