Empirisch στα ελληνικά

Μετάφραση: empirisch, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοκιμαστικός, πειραματικός, εμπειρικός, εμπειρική, εμπειρικά, εμπειρικές, εμπειρικών
Empirisch στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • emmer στα ελληνικά - κουβάς, κάδος, κουβά, κάδο, κάδου
  • emotie στα ελληνικά - συναίσθημα, στοργή, τρυφερότητα, συγκίνηση, το συναίσθημα, συναισθήματα, συναισθήματος
  • emplooi στα ελληνικά - εργάζομαι, δουλεύω, επάγγελμα, δουλειά, εργασία, κατοχή, κατάληψη
  • employé στα ελληνικά - υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
Τυχαίες λέξεις
Empirisch στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοκιμαστικός, πειραματικός, εμπειρικός, εμπειρική, εμπειρικά, εμπειρικές, εμπειρικών