Πειραματικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: πειραματικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
experimenteel, empirisch, experimentele, de experimentele, experimenten, experiment
Πειραματικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειραματικός

πειραματικός σχεδιασμός και στατιστικές εφαρμογές στην ψυχολογία, πειραματικός σταθμός τηλεοράσεως, πειραματικός κινηματογράφος, πειραματικόσ χώροσ ανάμεσα, πειραματικός έλεγχος των νόμων του απλού εκκρεμούς, πειραματικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πειραματικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πειράζω στα ολλανδικά - plagen, plaaggeest, plaag, tease, plaagt
  • πειραματίζομαι στα ολλανδικά - proef, experiment, proefneming, experimenteren, experimenten
  • πειρασμός στα ολλανδικά - verleiding, temptatie, verlokking, aanvechting, verzoeking, de verleiding, bekoring, ...
  • πειρατής στα ολλανδικά - zeeschuimer, zeerover, piraat, Pirate, piraten, De Piraat, de Piraat van
Τυχαίες λέξεις
Πειραματικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: experimenteel, empirisch, experimentele, de experimentele, experimenten, experiment