Δοκιμαστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: δοκιμαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
experimenteel, empirisch, proces, onderzoek, Trial, proef, studie
Δοκιμαστικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοκιμαστικός

δοκιμαστικός σωλήνας μπομπονιέρα, δοκιμαστικός συνώνυμα, λυσίασ δοκιμαστικόσ, δοκιμαστικός σωλήνας αγορά, δοκιμαστικός σκελετός, δοκιμαστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δοκιμαστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δοκιμάζω στα ολλανδικά - analyseren, staal, proef, monster, specimen, beproeven, proberen, ...
  • δοκιμασία στα ολλανδικά - beproeving, proefstuk, toetsing, proef, examen, test, probeersel, ...
  • δοκός στα ολλανδικά - onderlegger, ribbe, straal, balk, spaak, bundel, beam, ...
  • δολάριο στα ολλανδικά - dollar, de dollar, dollars, dollar van
Τυχαίες λέξεις
Δοκιμαστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: experimenteel, empirisch, proces, onderzoek, Trial, proef, studie