En στα ελληνικά

Μετάφραση: en, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
και, και την, και να, και της, και των
En στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • emplooi στα ελληνικά - εργάζομαι, δουλεύω, επάγγελμα, δουλειά, εργασία, κατοχή, κατάληψη
  • employé στα ελληνικά - υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
  • encyclopedie στα ελληνικά - εγκυκλοπαιδεία, εγκυκλοπαίδεια, Encyclopedia, εγκυκλοπαίδειας, εγκυκλοπαίδεια και
  • endossement στα ελληνικά - επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, έγκριση, θεώρηση, ένδειξη, επικύρωση
Τυχαίες λέξεις
En στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: και, και την, και να, και της, και των