Ισχυρογνώμων στα αγγλικά

Μετάφραση: ισχυρογνώμων, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
obstinate, headstrong, opinionated, stubborn, hardheaded
Ισχυρογνώμων στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ισχυρογνώμων

wilful
  • ξεροκέφαλος
  • ισχυρογνώμων
  • αυθαίρετος
  • πείσμων
  • πεισματάρης
  • σκόπιμος
willful
  • ξεροκέφαλος
  • ισχυρογνώμων
  • αυθαίρετος
  • πείσμων
  • πεισματάρης
  • σκόπιμος
stubborn
  • πεισματάρης
  • επίμονος
  • αγύριστος
  • πείσμων
  • ισχυρογνώμων
hidebound
  • σφιχτός
  • ισχυρογνώμων
  • στενοκέφαλος
hardheaded
  • έξυπνος
  • ισχυρογνώμων
headstrong
  • ισχυρογνώμων
opinionated
  • δογματικός
  • ισχυρογνώμων
  • φαντασμένος
self-willed
  • ισχυρογνώμων
contumacious
  • ανυπότακτος
  • ισχυρογνώμων
  • απειθής
pertinacious
  • επίμονος
  • ισχυρογνώμων
  • πείσμων
self-opinionated
  • ισχυρογνώμων

Σχετικές λέξεις: ισχυρογνώμων

ισχυρογνώμων ορισμος, ισχυρογνώμων ψυχολογια, ισχυρογνώμων κλιση, ισχυρογνώμων αγγλικα, ισχυρογνώμων τι σημαινει, ισχυρογνώμων λεξικό γλώσσας αγγλικά, ισχυρογνώμων στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ισχυρισμός στα αγγλικά - claim, assertion, allegation, plea, contention
  • ισχυρογνώμονας στα αγγλικά - stubborn, obdurate, obstinate
  • ισχυρός στα αγγλικά - mighty, forceful, stiff, powerful, strong, potent, influential
  • ισχύς στα αγγλικά - validity, power, strength, force, power is
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρογνώμων στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: obstinate, headstrong, opinionated, stubborn, hardheaded