Endossement στα ελληνικά
Μετάφραση: endossement, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, έγκριση, θεώρηση, ένδειξη, επικύρωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- en στα ελληνικά - και, και την, και να, και της, και των
- encyclopedie στα ελληνικά - εγκυκλοπαιδεία, εγκυκλοπαίδεια, Encyclopedia, εγκυκλοπαίδειας, εγκυκλοπαίδεια και
- endosseren στα ελληνικά - οπισθογραφώ, επιδοκιμάζω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, θεωρεί, υποστηρίξει
- energie στα ελληνικά - ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
Τυχαίες λέξεις
Endossement στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, έγκριση, θεώρηση, ένδειξη, επικύρωση
Μεταφράσεις: επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, έγκριση, θεώρηση, ένδειξη, επικύρωση