Λέξη: ενασχόληση
Σχετικές λέξεις: ενασχόληση
ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση μετάφραση, ενασχόληση συνώνυμο, ενασχόληση συνώνυμα, ενασχόληση translation, ενασχόληση στα αγγλικά
Συνώνυμα: ενασχόληση
επιχείρηση, εργασία, δουλειά, εμπόριο, υπόθεση, κατοχή, επάγγελμα, ασχολία
Μεταφράσεις: ενασχόληση
ενασχόληση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hobby, pastime, occupation, avocation, Dealing, involvement, engagement
ενασχόληση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diversión, pasatiempo, ocupación, la ocupación, empleo, profesión, de ocupación
ενασχόληση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schaukelpferd, liebhaberei, hobby, steckenpferd, zeitvertreib, kurzweil, liebhaber, Besetzung, Beruf, Besatzung, Tätigkeit, Belegung
ενασχόληση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marotte, divertissement, amusette, récréation, agrément, distraction, passe-temps, dada, amusement, occupation, profession, l'occupation, la profession, métier
ενασχόληση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
passatempo, hobby, occupazione, professione, dell'occupazione, l'occupazione, all'occupazione
ενασχόληση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amealhar, passatempo, ocupação, profissão, a ocupação, profissional, de ocupação
ενασχόληση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hobby, bezetting, bewoning, bezigheid, beroep, bezetting van
ενασχόληση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
развлечение, кружок, пони, конь-качалка, игра, времяпрепровождение, забава, страсть, хобби, чеглок, оккупация, занятие, Род занятий, оккупации, занятием
ενασχόληση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tidsfordriv, okkupasjon, yrke, okkupasjonen, Arbeidsledig
ενασχόληση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hobby, ockupation, ockupationen, yrke, sysselsättning, livet
ενασχόληση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyrintö, harrastus, ajanviete, viihdyke, ammatti, miehitys, ammatissa, ammattiin, ammattia
ενασχόληση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hobby, beskæftigelse, erhverv, besættelse, besættelsen, erhvervet
ενασχόληση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyražení, kratochvíle, rekreace, libůstka, koník, záliba, zábava, koníček, povolání, zaměstnání, okupace, obsazenost, obsazení
ενασχόληση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konik, hobby, rozrywka, zainteresowanie, pasja, zawód, okupacja, zajęcie, praca, miejsc do
ενασχόληση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hobbi, megszállás, foglalkozás, szakma, foglalkozása, Foglaltság
ενασχόληση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işgal, meslek, işgali, iş, mesleği
ενασχόληση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
коник, пристрасть, розвага, хобі, поні, окупація
ενασχόληση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
profesion, pushtimi, profesioni, okupimi, profesioni i
ενασχόληση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
игра, окупация, професия, занятие, занимание, професиите
ενασχόληση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
акупацыя, акупацыі, акупацыю
ενασχόληση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hobi, lõopistrik, ajaviide, hobu, okupatsioon, elukutse, okupatsiooni, kutsealale pääsemisel, amet
ενασχόληση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dokolica, razonoda, zabava, okupacija, zauzimanje, zanimanje, okupacije, zauzetost
ενασχόληση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
atvinna, starf, atvinnu, hersetu, hernámi
ενασχόληση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
hobis, pomėgis, okupacija, užsiėmimas, Pareigos, Profesija, okupacijos
ενασχόληση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
hobijs, vaļasprieks, nodarbošanās, okupācija, personu skaits, okupācijas, profesija
ενασχόληση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
професија, окупацијата, занимање, окупација, занимањето
ενασχόληση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
distracţie, hobby, ocupație, componenta, ocupare, de persoane, ocupația
ενασχόληση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zábava, poklic, okupacija, dejavnost, zasedba, zasedenost
ενασχόληση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zábava, koníček, povolania, povolanie, povolaní, povolaniu, profesie
Τυχαίες λέξεις