Enquête στα ελληνικά

Μετάφραση: enquête, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερώτηση, ανάκριση, έρευνα, εξέταση, επισκόπηση, έρευνας, της έρευνας, μελέτη
Enquête στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • enkelvoudig στα ελληνικά - στοιχειώδης, ενικός, ενικό, μοναδική, μοναδικό, ενικού
  • enorm στα ελληνικά - πελώριος, τεράστιος, απέραντος, πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, πάρα, ...
  • enten στα ελληνικά - μόσχευμα, μπολιάζω, εμβολιάζω, εμβολιασμό, εμβολιάσουν, τον εμβολιασμό, εμβολιάσει, ...
  • enthousiasme στα ελληνικά - ενθουσιασμός, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού, ο ενθουσιασμός
Τυχαίες λέξεις
Enquête στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερώτηση, ανάκριση, έρευνα, εξέταση, επισκόπηση, έρευνας, της έρευνας, μελέτη