Ανάκριση στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανάκριση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
enquête, lijkschouwing, onderzoek, gerechtelijk onderzoek, inquest, vooronderzoek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάκριση
ανάκριση μετάφραση, ανάκριση θέατρο, ανάκριση τζένη καρέζη, ανάκριση θέατρο τζένη καρέζη, ανάκριση του πέτερ βάις, ανάκριση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανάκριση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανάκαμψη στα ολλανδικά - herstel, terugwinning, terugvordering, recovery, nuttige toepassing
- ανάκλιντρο στα ολλανδικά - divan, rustbank, canapé, bank, laag, de bank, couch
- ανάκτορο στα ολλανδικά - paleis, Palace, paleis van, het paleis
- ανάληψη στα ολλανδικά - onderstelling, veronderstelling, aanname, hypothese, uitgegaan
Τυχαίες λέξεις
Ανάκριση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: enquête, lijkschouwing, onderzoek, gerechtelijk onderzoek, inquest, vooronderzoek
Μεταφράσεις: enquête, lijkschouwing, onderzoek, gerechtelijk onderzoek, inquest, vooronderzoek