Λέξη: ενεργητικό

Σχετικές λέξεις: ενεργητικό

ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό επιχείρησης, ενεργητικό παθητικό καθαρή θέση, ενεργητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό ελληνικών τραπεζών, ενεργητικό τράπεζας

Μεταφράσεις: ενεργητικό

ενεργητικό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asset, assets, active, energetic, the assets

ενεργητικό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ventaja, bienes, activo, activos, los activos, activos de

ενεργητικό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anlagengegenstand, vermögen, gewinn, Aktiva, Vermögenswerte, Vermögen, Vermögenswerten, Vermögens

ενεργητικό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
domaine, propriété, apport, avantage, profit, contribution, atout, bénéfice, possession, actif, actifs, biens, avoirs, des actifs

ενεργητικό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pregio, merito, vantaggio, beni, attività, patrimonio, attivi, immobilizzazioni

ενεργητικό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recurso, ativos, activos, bens, ativo, activo

ενεργητικό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prooi, acquisitie, buit, aanwinst, activa, vermogen, de activa, activa van, middelen

ενεργητικό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
статья, превосходство, имущество, преобладание, перевес, преимущество, предпочтение, актив, активы, активов, средства, активами

ενεργητικό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eiendeler, aktiva, midler, driftsmidler

ενεργητικό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillgångar, tillgångarna, tillgångar som, anläggningstillgångar

ενεργητικό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valtti, avu, omaisuus, varat, varojen, omaisuuden, hyödykkeet

ενεργητικό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aktiver, aktiverne, formue, anlægsaktiver

ενεργητικό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
majetek, přínos, klad, výhoda, aktiva, aktiv, majetku

ενεργητικό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posiadłość, własność, wkład, awantaż, atut, zasób, zaleta, majątek, aktywa, aktywów, wartości, trwałe

ενεργητικό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vagyontárgy, eszközök, vagyon, eszközöket, eszközeinek, eszközei

ενεργητικό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
varlıklar, varlık, varlıkları, aktif

ενεργητικό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перевага, авуари, стаття, актив, майно, активи, активів

ενεργητικό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
asetet, pasuritë, Aktivet, asetet e, asete

ενεργητικό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
актив, активи, активите, активи на

ενεργητικό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
актывы

ενεργητικό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aktiva, vara, väärtus, varade, varad, varasid, varadest

ενεργητικό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
važan, sredstvo, prednost, imovina, faktor, imovine, sredstva, aktiva, imovinu

ενεργητικό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eignir, eign, eignum, eigna

ενεργητικό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aktyvai, lėšos, turtas, turto, turtą

ενεργητικό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aktīvi, aktīvus, aktīviem, aktīvu

ενεργητικό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
средства, средствата, актива, активата, имотот

ενεργητικό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bunuri, activele, activelor, active, bunurilor

ενεργητικό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sredstva, premoženje, sredstev, aktiva

ενεργητικό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
aktíva, majetku, majetok, aktív
Τυχαίες λέξεις