Evenredigheid στα ελληνικά

Μετάφραση: evenredigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναλογία, τιμή, ποσοστό, μέρος, ανάλογα, ποσοστού
Evenredigheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • evennachtslijn στα ελληνικά - ισημερινός, ισημερινό, ισημερινού, τον ισημερινό
  • evenredig στα ελληνικά - αναλογικά, ανάλογη, αναλογική, ανάλογο, αναλογικό
  • eventjes στα ελληνικά - προσωρινά, προς στιγμή, στιγμιαία, στιγμήν, προς στιγμήν, στιγμιαία για
  • eventualiteit στα ελληνικά - ενδεχόμενο, το ενδεχόμενο, ενδεχόμενο αυτό, ενδεχομένου
Τυχαίες λέξεις
Evenredigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναλογία, τιμή, ποσοστό, μέρος, ανάλογα, ποσοστού