Λέξη: μπράτσο

Σχετικές λέξεις: μπράτσο

μπράτσο τηλεόρασης, μπράτσο κιθάρας, σπύρο μπράτσο, μπράτσο στα αγγλικα, μπράτσο ετυμολογια, μπράτσο πόρτας, πάολα μπράτσο, τενοντίτιδα μπράτσο, μπράτσο ηλεκτρικής κιθάρας, μπράτσο μετάφραση

Συνώνυμα: μπράτσο

βραχιόνας

Μεταφράσεις: μπράτσο

μπράτσο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arm, bracket, neck, the arm, upper arm

μπράτσο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arma, brazo, brazo de, el brazo, del brazo, brazos

μπράτσο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
waffe, bewaffnen, armlehne, lehne, rüsten, ärmel, zweigniederlassung, arm, abzweigung, Arm, Arms, Armes, den Arm

μπράτσο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
main, arme, armons, bras, levier, s'armer, appui, épaule, branche, armez, succursale, manche, engin, pauvre, arment, armer, le bras, bras de, dépendance

μπράτσο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ramo, armare, braccio, bracciolo, arma, braccio di, il braccio, del braccio, un braccio

μπράτσο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
braço, arma, sucursal, filial, armas, braço de, o braço, do braço, braços

μπράτσο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
passerbeen, arm, filiaal, wapen, bewapenen, depot, been, wapenen, de arm, armen

μπράτσο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вооружаться, плечо, рука, вооружить, вооружать, взводить, спица, стрела, ручка, сила, рукоятка, доспехи, ветвь, власть, подлокотник, оружие, рычаг, кронштейн

μπράτσο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
våpen, arm, armen, ermet

μπράτσο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arm, rusta, beväpna, vapen, armen, arms, armens

μπράτσο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haarakonttori, aselaji, sivuliike, haara, ase, haaraliike, varustella, käsivarsi, aseistaa, varsi, varren, käsi, arm

μπράτσο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arm, våben, armen

μπράτσο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ozbrojit, zbraň, páka, zbrojit, opěradlo, ruka, vyzbrojit, rameno, paže, ramene, ramena

μπράτσο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uzbroić, uzbrajać, broń, ramię, dźwignia, zbroić, plecy, oparcie, odnoga, ręka, poręcz, konar, ramienia, arm, ramieniem

μπράτσο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
folyóág, ruhaujj, elágazás, fegyvernem, kar, karját, karja, karban, karon

μπράτσο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kol, gol, kolu, kollu, kolunun, kolun

μπράτσο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
влада, зброя, сила, владу, ручка, віття, рука, руку

μπράτσο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
krah, krahu, krahun, krahun e, krahu i

μπράτσο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оръжие, ръка, рамо, ръката, за ръка, на ръката

μπράτσο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рука

μπράτσο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
relv, kodar, käsi, käe, arm, käsivarre, haru

μπράτσο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naoružati, grana, kateta, rukavac, dio, ručica, ruka, ruku, krak, arm, za ruku

μπράτσο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
armur, vopna, handleggur, handlegg, handlegginn, armlegg, armleggur

μπράτσο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
bracchium

μπράτσο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ginklas, ranka, apginkluoti, petys, rankos, arm, ranką

μπράτσο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
roka, ierocis, rokas, roku, arm, rokas atbalsts

μπράτσο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
АРМ, рака, раката

μπράτσο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
armă, braţ, braț, brațul, brat, bratul, brațului

μπράτσο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ruka, paže, roka, arm, roko, ročica, krak, veja

μπράτσο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
paža, ruka, rameno, paže, ruky, ramena, ramená
Τυχαίες λέξεις