Eventualiteit στα ελληνικά
Μετάφραση: eventualiteit, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδεχόμενο, το ενδεχόμενο, ενδεχόμενο αυτό, ενδεχομένου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- evenredigheid στα ελληνικά - αναλογία, τιμή, ποσοστό, μέρος, ανάλογα, ποσοστού
- eventjes στα ελληνικά - προσωρινά, προς στιγμή, στιγμιαία, στιγμήν, προς στιγμήν, στιγμιαία για
- eventueel στα ελληνικά - δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς
- evenwicht στα ελληνικά - ισοζύγιο, κορμοστασιά, ζυγαριά, ισορροπία, πλάστιγγα, υπόλοιπο, ισορροπίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Eventualiteit στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδεχόμενο, το ενδεχόμενο, ενδεχόμενο αυτό, ενδεχομένου
Μεταφράσεις: ενδεχόμενο, το ενδεχόμενο, ενδεχόμενο αυτό, ενδεχομένου