Λέξη: ήβη
Σχετικές λέξεις: ήβη
ήβη αδάμου hot, ήβη αδάμου μιχάλης, ήβη αδάμου τραγούδια, ήβη αδάμου instagram, ήβη παπαθανασίου, ήβη αδάμου έχει σχέση με τον μιχάλη από τους stavento, ήβη αδάμου σχεση, ήβη αδάμου x factor, ήβη αδάμου, ήβη αδάμου facebook
Συνώνυμα: ήβη
εφηβεία, εφηβική ηλικία
Μεταφράσεις: ήβη
ήβη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
puberty, pubescence, adolescence, Ivi, Hebe
ήβη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pubertad, pubescencia, la pubescencia, la pubertad, moderada pubescencia
ήβη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschlechtsreife, pubertät, Behaarung, pubescence, Pubertät, behaart
ήβη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adolescence, puberté, pubescence, à pubescence, une pubescence, pubescent, pubescente
ήβη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pubertà, pubescence, pubescenza, tomento
ήβη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pubescência, puberdade, pubescence, moderada pubescência, a moderada pubescência
ήβη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
puberteit, puberteitsleeftijd, zacht dons, pubescence, behaard
ήβη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
половое созревание, опушение, опушенные, опушением, опушенный
ήβη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pubescence, puberteten
ήβη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pubescence, PUBERTET
ήβη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pubescence
ήβη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pubertet, pubescence
ήβη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
puberta, dospívání, pubescence, výchova v
ήβη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dojrzewanie, pokwitanie, dojrzałość, owłosienie, dojrzewanie płciowe, meszek, omszenie
ήβη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pehelyszőrzet, serdülőkorba, bolyhok, pelyhek, pihés
ήβη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüylenme, pubescence, erginleşme, tüyler
ήβη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
статеве дозрівання, статевий дозрівання, полове дозрівання
ήβη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
push, fillim i pubertetit
ήβη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пубертет, мъх, окосмяване, окосмяването, на окосмяването, полово съзряване
ήβη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палавое, палавая, палавой, палавыя, палавую
ήβη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pubestsents, udekarvasus, karvasus
ήβη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pubertet, spolna zrelost
ήβη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kynþroska
ήβη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pūkas, brendimas, Meszek, Plaukams, Brandinimą lytiniai
ήβη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pubertāte, pubescence
ήβη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пубертет, pubescence
ήβη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pubescence, pubertate, pubescente, pubescenței, pubertarii
ήβη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Spolna zrelost
ήβη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
puberta, dospievania, Dospievanie, dospievaní