Λέξη: εξαιρετικά

Σχετικές λέξεις: εξαιρετικά

εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, εξαιρετικά συνώνυμα, εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά ταινία, εξαιρετικά ευαίσθητα άτομα, εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά trailer, εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά imdb, εξαιρετικά χημικά λιπάσματα και κυριότερες αντιδράσεις στη χρήση τους, εξαιρετικά δυνατά απίστευτα κοντά, εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά, εξαιρετικά συνώνυμο

Μεταφράσεις: εξαιρετικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
extremely, highly, exceptionally, very, excellent
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
extremadamente, sumamente, muy, gran, extrema
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überaus, extrem, äußerst, sehr, außerordentlich
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
immensément, infiniment, extraordinairement, extrêmement, singulièrement, très, extrême, fort
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
estremamente, molto, estrema, grande, particolarmente
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
extremamente, extremo, muito, extrema
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uiterst, extreem, uitermate, allemachtig, buitengewoon, erg, zeer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
очень, необычайно, весьма, крайне, бесконечно, чрезвычайно, исключительно
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekstremt, svært, meget, veldig, ytterst
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ytterst, extremt, mycket, oerhört, väldigt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
peräti, erinomaisen, ylen, suunnattoman, varsin, erittäin, äärimmäisen, hyvin, erityisen, todella
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
yderst, ekstremt, meget, særdeles, ekstrem
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
extrémně, neobyčejně, navýsost, mimořádně, nesmírně, velmi, velice
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybitnie, niezwykle, krańcowo, nadzwyczajnie, niebywale, nadzwyczaj, skrajnie, ogromnie, bezgranicznie, bajecznie, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rendkívül, szerfelett, rendkívüli módon, nagyon, különösen, igen
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
son derece, derece, çok, oldukça, aşırı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надзвичайно, дуже
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jashtëzakonisht, jashtëzakonisht të, tejet, jashtëzakonisht e, tepër
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
извънредно, крайно, изключително, много, особено
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вельмі, очень
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äärmiselt, väga, eriti, erakordselt, ülimalt
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iznimne, veoma, izrazito, jako, izvanredno, vrlo, ekstremno, krajnje, izuzetno, iznimno
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjarskalega, ákaflega, afar, mjög, einstaklega
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
labai, ypač, itin, nepaprastai, ypatingai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ļoti, ārkārtīgi, īpaši, ir ļoti
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исклучително, екстремно, многу, крајно, особено
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
extrem, extrem de, foarte, deosebit, deosebit de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zelo, izredno, izjemno, skrajno, ekstremno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
veľmi, to veľmi

Στατιστικά δημοτικότητας: εξαιρετικά

Τυχαίες λέξεις