Filter στα ελληνικά
Μετάφραση: filter, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρησαρίζω, φίλτρο, διηθώ, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού
Μεταφράσεις
- filosofisch στα ελληνικά - φιλοσοφικός, φιλοσοφικές, φιλοσοφική, φιλοσοφικό, φιλοσοφικών
- filosoof στα ελληνικά - φιλόσοφος, φιλοσόφου, φιλόσοφο, φιλόσοφου
- filteren στα ελληνικά - φίλτρο, κρησαρίζω, διηθώ, Φιλτράρισμα, το Φιλτράρισμα, Φιλτράρισμα των, το Φιλτράρισμα των, ...
- filtreren στα ελληνικά - διηθώ, φίλτρο, κρησαρίζω, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού
Τυχαίες λέξεις
Filter στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρησαρίζω, φίλτρο, διηθώ, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού
Μεταφράσεις: κρησαρίζω, φίλτρο, διηθώ, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού