Λέξη: προσωπικός
Σχετικές λέξεις: προσωπικός
προσωπικός φάκελος υγείας, προσωπικός υπολογιστής, προσωπικός χάρτης, προσωπικός ψηφιακός βοηθός, προσωπικός μαγνητισμός, προσωπικός αριθμός αναγνώρισης, προσωπικός κωδικός taxisnet, προσωπικός αστρολογικός χάρτης, προσωπικός αναστοχασμός
Συνώνυμα: προσωπικός
ιδιωτικός, ιδιαίτερος, μυστικός, ατομικός
Μεταφράσεις: προσωπικός
προσωπικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
personal, private, individual, a personal
προσωπικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
personal, privado, propio, personales, personal de, individual
προσωπικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
persönlich, persönlichen, persönliche, persönlicher, personenbezogenen
προσωπικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
subjectif, propre, particulier, personnel, individuel, personnelle, personnels, personnelles, individuelle
προσωπικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
personale, personali, personal, individuale, privato
προσωπικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
peculiar, pessoa, pessoal, próprio, pessoais, individual, particular
προσωπικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
persoonlijk, eigen, persoonlijke, persoonsgegevens, de persoonlijke
προσωπικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
личный, самоличный, персональный, единоличный, собственный, движимый, личная, личной, личных
προσωπικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
personlig, personlige, person, personskade
προσωπικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enskild, personlig, personliga, person, personligt
προσωπικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
omakohtainen, oma, henkilökohtainen, henkilötietojen, henkilökohtaisia, henkilökohtaisen, henkilökohtaista
προσωπικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
egen, personlig, personlige, personligt, personoplysninger
προσωπικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vlastní, personální, osobní, individuální, osobních, osobního, osobním, osoby
προσωπικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niedyskretny, osobowy, indywidualny, imienny, personalny, osobisty, prywatny, własny, osobista
προσωπικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
személyes, személyi, a személyes, egyéni, név
προσωπικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özel, kişisel, kişisel bir, bireysel
προσωπικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
особистий, особовий, персональний, особистого, індивідуальний, приватний
προσωπικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
personal, personale, personale të, personale e, vetjake
προσωπικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
персонален, личен, лична, лично, лични
προσωπικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чисты, асабісты, асабовы
προσωπικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
isikuline, isiklik, isikliku, isikuandmete, isiklikku, isiklike
προσωπικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osobni, vlastitu, osobne, pokretan, privatan, osobno, osobna, osobnih
προσωπικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
persónulega, persónuleg, persónulegar, Personal, persónulegt
προσωπικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asmens, asmeninis, asmeninė, asmeninės, asmeninio
προσωπικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
privāts, personisks, personīgs, personīgo, personīgā, personisko, personīgās
προσωπικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лични, лична, лично, личен, личните
προσωπικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
personal, personale, personală, caracter personal, cu caracter personal
προσωπικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oseben, personální, osebni, osebna, osebno, osebne, osebnega
προσωπικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osobní, osobné, osobnej, osobný, osobnú, osobná
Τυχαίες λέξεις