Λέξη: επακολουθώ
Συνώνυμα: επακολουθώ
εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, προκύπτω, καταλήγω
Μεταφράσεις: επακολουθώ
επακολουθώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ensue
επακολουθώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suceder, sobrevenir, derivarse, producirán, sobrevendrá, produciría
επακολουθώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
folgen, erfolgen, ergeben, ergeben sich, eintreten
επακολουθώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
s'ensuivre, résulter, découler, intervenir, ressortir, séquelles, se ensuivre, ensuivre
επακολουθώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conseguire, seguire, derivare, derivarne, seguirà, conseguiranno
επακολουθώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seguir-se, acontecer, suceder, resultar, seguirá
επακολουθώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volgen, voortvloeien, ontstaan, voortvloeit, voortkomen
επακολουθώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
следовать, происходить, наступить, последует, последовать
επακολουθώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
følge, passes, ensue, passes på, må passes
επακολουθώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
följden, uppstå, bli följden, att uppstå, uppkomma
επακολουθώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sukeutua, seurata, aiheutuvat, aiheutua, aiheudu, aiheutuisi
επακολουθώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opstå, blive påført
επακολουθώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyplývat, vzniknout, vyplynout, následovat, vyplývají, následují, vyplynou
επακολουθώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nastąpić, następować, wynikać, wynikają, wynikał
επακολουθώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
következik, következnek, következnek be, alakulnak, következik be
επακολουθώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doğmak, ensue, birbirini takip, izleyecek, ardından gelmek
επακολουθώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надихніть, випливати, слідувати, відбуватися, дотримуватися, наслідувати, йти
επακολουθώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasoj, rezulton, pasojnë, të pasojnë, pasonte
επακολουθώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
настъпвам, произлизам, последва, произтичат, последват
επακολουθώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прытрымлівацца, вынікаць, ісці, рухацца, кіравацца
επακολουθώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järgnema, johtuma, kaasne, järgneda, põhjustaks
επακολουθώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slijediti, sljedovati, nastati, uslijediti, moglo doći, moglo doći do
επακολουθώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjölfarið, ensue, á mörk- uðum, fylgja í kjölfarið, mörk- uðum
επακολουθώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įvykti, atsirasti, kilti, atsirastų, tesiveja
επακολουθώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rasties, panākams, sekot, neseko
επακολουθώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
последвам, да настане, настане, произлезат, Оттаму произлегуваат
επακολουθώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rezulta, rezulta atât
επακολουθώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nastale, nastal, sledilo, sledile, nastopijo
επακολουθώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nasledovať, nasledujúcim, nasleduje