Geneesmiddel στα ελληνικά

Μετάφραση: geneesmiddel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλατίζω, παστώνω, θεραπεύω, καπνίζω, φαρμακευτικός, φάρμακο, ιατρική, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
Geneesmiddel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • geneesheer στα ελληνικά - γιατρός, ιατρός, γιατρό, ιατρό, ιατρού
  • geneeskundig στα ελληνικά - ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικής, ιατρικών
  • genegen στα ελληνικά - κεκλιμένος, κεκλιμένη, κεκλιμένο, κεκλιμένες, κεκλιμένου
  • genegenheid στα ελληνικά - στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, την αγάπη, αγάπης, στοργής
Τυχαίες λέξεις
Geneesmiddel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλατίζω, παστώνω, θεραπεύω, καπνίζω, φαρμακευτικός, φάρμακο, ιατρική, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου